- περικαής
- -ές, Α1. αυτός που καίει ολόκληρος, ο πάρα πολύ θερμός («οἱ περικαέες πρός χεῑρα», Ιπποκρ.)2. φρ. «περικαὴς θερμότης» — ανυπόφορη θερμότητα.επίρρ...περικαῶς Α(ιδίως σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»μτφ. καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από πάθος για κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -καής (< θ. καη-, πρβλ. ἐ-κάη-ν, αόρ. τού καίω), πρβλ. διακαής].
Dictionary of Greek. 2013.